οστεάλευρο(ν)

οστεάλευρο(ν)
το костная мука

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οστεάλευρο(ν)" в других словарях:

  • οστεάλευρο — το χημ. λεπτή σκόνη που λαμβάνεται με άλεση τών οστών και χρησιμοποιείται για τη διατροφή τών ζώων ή ως λίπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄλευρο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • οστεάλευρο — το σκόνη, αλεύρι από κόκαλα, για τροφή των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»